ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ Ω, δε χωρεί καμιά αμφισβήτηση, ποιητές είμαστ' εμείς με κυματίζουσα την κόμη —έμβλημ' αρχαίο καλλιτεχνών— και χτυπητές μάθαμε φράσεις ν' αραδιάζουμε κι ακόμη μια ευαισθησία μας συνοδεύει υστερική, που μας πικραίνει ένα χλωμό, σβησμένο φύλλο, μακριά ένα σύννεφο μαβί. Χιμαιρική τη ζωή μας λέμε και δεν έχουμ' ένα φίλο. Μένουμε πάντα σιωπηλοί και μοναχοί, όμως περήφανα στα βάθη μας κρατούμε το μυστικό μας θησαυρό, κι όταν ηχεί η βραδινή καμπάνα ανήσυχα σκιρτούμε. Θεωρούμε ανίδεους, ανάξιους κι ευτελείς γύρω μας όλους, κι απαξιούμε μια ματιά μας σ' αυτούς να ρίξουμε, κι η νέα ξανά σελίς το θρήνο δέχεται του ανούσιου έρωτά μας. Αναμασάμε κάθε μέρα τα παλιά χιλιοειπωμένα αισθήματά μας. Εξηγούμε το τάλαντό μας: «κελαηδούμε σαν πουλιά». την ασχολία μας τόσ' ωραία δικαιολογούμε. Για μας ο κόσμος όλος μόνο είμαστ' εμείς, και τυλιγόμαστε, μανδύα μας, έναν τοίχο. Μ' έπαρση εκφράζουμε τα πάθη της στιγμής σ' έναν —με δίχως χασμωδίες— μουσικό στίχο. Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν κι αν δυστυχούν, κι αν τους λυγίζει, αν τους φλογίζει η αδικία — ω, τέτοια θέματα πεζά ν' ανησυχούν τους αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία.