[Κουπλέ1] Στο μπαλκόνι μου καπνίζω γλυκόπιοτο χασίς με κοιτάει απ'το παράθυρο ο γιος της αλληνής που απέναντι φωνάζει μέρα νύχτα στα παιδιά της και ξεσπάει πάνω τους τα ψυχολογικά της χιλιάδες ιστορίες γκρίζες πολυκατοικίες κάθε "εγώ", κάθε "εσύ" κι ένα τσουβάλι αμαρτίες προβλήματα,λύσεις,φαρμακευτικές ουσίες όνειρα που έσβησαν μέσα σε δικογραφίες με μάθανε να κάνω το σταυρό μου και να λέω "βοήθα Παναγιά μου, εγώ σε τίποτα δε φταίω" αν κοιτάξουμε τα μούτρα μας όλοι μας στον καθρέφτη λίγο ή πολύ όλοι θα δούμε έναν ψεύτη 13.000 άνθρωποι στις φυλακές 10.000.000 ένοχοι γι'αυτές σκαλίζουνε τους τοίχους, συγχώρεση ζητώντας για εγκλήματα που απ'τη γέννα κάνανε κιόλας ο,τι πονάει δεν ξεχνιέται και η φτώχεια πονάει μια οικογένεια δε ζει με αυτά που της πετάει ένα κράτος βουτηγμένο ως το λαιμό στα σκατά κι έτσι ο μεγάλος γιος μια νύχτα βγαίνει παγανιά Ναι βγαίνει παγανιά, πώς το είπαμε να δεις; "Ο,τι έχουμε είμαστε εμείς, είμαστε εμείς" Ένα λουλούδι στη μέση μιας χωματερής η επιβίωσή μας είναι αγώνας διαρκής αν μου δώσεις το ελεύθερο, εύκολα σκοτώνω κομματικές νεολαίες κι ούτε καν το μετανιώνω δεν ξέρω πως θα φτιάξει το μπουρδέλο που ζούμε ούτε πιστεύω τίποτα απ'αυτά που ακούμε δεν προσκυνάω κανέναν κι έπαψα να ονειρεύομαι αύριο είναι Δευτέρα κι απ'το πρωί θα παιδεύομαι Δεν προσκυνάω κανέναν κι έπαψα να ονειρεύομαι Αύριο είναι Δευτέρα κι απ'το πρωί θα [Ρεφρέν] 12 η ώρα κάθε μέρα δουλεύουμε για ψίχουλα οι πλούσιοι μας λένε να τα βλέπουμε όλα ψύχραιμα μάθαμε να ζούμε στης Ευρώπης τη Φαβέλα μάθαμε ν'αντέχουμε πέρα για πέρα Δε μασάμε, πάμε, αλήτικα αγαπάμε αλήτικα μισούμε γι'αυτό δε μας αγαπάνε Μάθαμε να ζούμε στης Ευρώπης τη Φαβέλα και κάναμε αδερφό μας το φόβο και την τρέλα [Κουπλέ 2] Η πόλη βράζει, ο Δενδροπόταμος βρωμάει ένας πιτσιρικάς να γίνει παρακαλάει χει στεγνώσει όλη η πόλη από μαύρο γιατί εδώ και μήνες δε στέλνουν τίποτα οι Αλβανοί στη Μοναστηρίου ένα σκοτωμένο σκυλί δυο Δ.Ι.Α.Σ. κυνηγάνε ένα αδύνατο παιδί παράξενες μέρες οι καλοκαιρινές η τόση ηρεμία μας γεμίζει με στρες δολοφονία στη Ροτόντα για ένα εφηβικό φιλί τους μπάτσους κανένας δε τους καλεί,μονάχα ασθενοφόρο τα παπούτσια του νεκρού μέχρι να 'ρθουνε γίναν δώρο και πάλι σιγή γιατί στη ζούγκλα είναι γνωστό το ξέρει κι ένα παιδί ο φόβος είναι νόμος κι ο νόμος υποταγή καμιά φορά είναι πολύ δύσκολο, κοιτάω το θεό μετά θυμάμαι ότι είμαι μόνος μου και μονολογώ με έβαλαν στο παιχνίδι χωρίς να 'μαι φαβορί τα 'χω όλα απέναντί μου, πληρώνω πολύ μα αφού γεννήθηκα θα ζήσω κι ο,τι φέρει το ζάρι η μάνα μου έβγαλε τον πιο μεγάλο πεισματάρη έχω στο χέρι τατουάζ ένα πέταλο για τύχη πως το λεγαν στο μίσος, ο κόσμος μας ανήκει την επαγγελία μου σκέφτομαι μήπως βρω αν περάσω κάποια μέρα τον ωκεανό μία όμορφη Λατίνα να μου μάθει ισπανικά κι ένα γήπεδο Αργεντίνικο στο σπίτι κοντά είναι τα blues της Σαλονίκης στη δικιά μου εκδοχή ξηγήσου να σ'εξηγηθώ, ζούμε σκληρή εποχή [Ρεφρέν] 12 η ώρα κάθε μέρα δουλεύουμε για ψίχουλα οι πλούσιοι μας λένε να τα βλέπουμε όλα ψύχραιμα μάθαμε να ζούμε στης Ευρώπης τη Φαβέλα μάθαμε ν'αντέχουμε πέρα για πέρα Δε μασάμε, πάμε, αλήτικα αγαπάμε αλήτικα μισούμε γι'αυτό δε μας αγαπάνε Μάθαμε να ζούμε στης Ευρώπης τη Φαβέλα και κάναμε αδερφό μας το φόβο και την τρέλα