[Ασύμφορος Όρος]
Άργησα να έρθω να σε βρω
Περιπλανιόμουνα στους δρόμους, στο γνωστό κυνηγητό
Έκλεψα χρόνο απ' την μιζέρια μου να έρθω για να σε δω
Τι να σου πω, ότι και να πω είναι περιττό
Μιλά η σιωπή, μια λέξη που φοβάται να βγει απ' τα χείλη μου
Θηλιά για τον λαιμό, περιστοιχίζεται από έρωτα και ένα θαυμαστικό
Το πιο μεγάλο θανάσιμο μυστικό
Το πιο αγνό μας πρόσωπο είν'το εγωιστικό,καρδιά στα δυό
Αν αντέξεις την αγάπη μου είναι βαριά σαν πέτρα
Στον βυθό σε παρασέρνει
Τρυφερά κυλάει στον ώμο σου και γέρνει
Ότι ήθελε στο ζήτησε και ότι δεν έδωσες πίσω το παίρνει
Τι έχει το χέρι σου και τρέμει;
Ποτέ μην λυπηθείς για όσα η μοίρα θα σου φέρει
Είναι αναδρομικά, εκεί που νόμιζες πως τα χες όλα χάνονται στα ξαφνικά
Έτσι πάνε αυτά
Μετά από χίλια δύο αρνητικά θα 'ρθουν τα θετικά
Ένα καιρό και μια φορά θα σου θυμίσω πως προδόθηκα όταν δόθηκα ολοκληρωτικά
Πήραν τα χέρια μου αέρα γι'αγγαλιά και από τότε με ακολουθεί αυτή η ανάμνηση σαν μια σκιά
Κούνησε το λευκό πανί σου, απόψε φεύγω
Φεύγω, πάω μακριά -πάω μακριά..-
Όταν τα θέλω σου θα σβήσουν σαν φωτιά να μου φυλάξεις δυο ευχές
Να μου τις πεις όταν σε δω από κοντά
[Άψινθος]
Δύο μηδέν μηδέν εννιά εν έτη
Η ύπαρξή μας κοιμάται, ζούμε με μια μιλιά σκέτη
Θηλιά σκορπάται σε κάποιο πάρκο εγκαταλελειμμένο κύμα, χρέπι τρέφει
Στημένη λογική πραγματικότητας σε κίνηση με βλέφαρα κάγκελα
Τρέχει σε μια γραμμή που επαναλαμβάνει σκηνές
Είμαστε ακίνητοι στων ενστίκτων την έλξη
Δες, ώρες 24εις, κανόνας πρώτος θέση
Καλύτερα να σε δικάζουν τρεις παρά να σε πηγαίνουν τέσσερις και συ ξαπλωμένος στην μέση
Έξοδος άγνωστος, σε κάποιο τέρμα φτάνω
Με χρήση στην τέχνη πιάνω ρυθμούς σε χαρτιά που γεμίζω, η λέξη
προσωπικά ημερολόγια για να ζήσω άλλη μια μέρα
Εν τέλη στο δικό της ύποπτης εντύπωσης που ζω ως τέλη
Μισώ της επιφάνειας στην πνοή
Δηλώνω παρών στην αγέλη
Και λήψη του κάτι να χαρακτηρίζει όσα φοβάμαι να μαι μα το σώμα θέλει
Κι άσε τα πρέπει, πεθαίνουν καθημερινά στην πόλη που τα κόκκινα ποτάμια της βίας μας τρέπει
Αναλογικά σκοτώνω την αγάπη όσο κι αυτή με καταστρέφει
Μα εν συνειδησει πίσω απ' τα σκατά που το μάτι μας θέλγει
κάτι πέρνω είδηση και απέχει -
Η φωνή μου απ' το παιχνίδι της εντύπωσης με σύνδικο την έξοδο της ζωής μου θα στέκει
Σε νύχτες που άραγμα το πάθος τα σπλάχνα μου γνέφει
Αυλαία απ' το χάραγμα φίλε ως το γέρμα
Αλκοόλ και χάπες για να νανουρίσεις την ασθένεια με κραυγές
Προσπάθεια για κανονικότητα
Ξένος στον κόσμο των θαυμάτων
Αναλώνοντας στιγμές σε σπίτια και άσυλα
Α-νώνυμοι ποιητές με μουτζουρωμένα ακροδάχτυλα στο σκάλωμα
Γιατί αν δεν γράψω θα βρουν το μυαλό μου graffiti στον τοίχο ή στο πάτωμα ευθύς
Ακροβατώντας στην λεπτή γραμμή της σάπιας λογικής που όλο με σάρωσε
Στην άγια terra [?] που την έρημη καρδιά μόνιμα πάγωσε