Τη λέγαν Δάφνη ήταν κοντούλα κι είχε πρόσωπο γλυκό
Φόραγε γυαλιά μυωπίας με χοντρό σκελετό
Είχε πατέρα ζωγράφο γνωστό στα πέρατα της γης
Αλλά η ίδια δεν ήταν και πολύ δημοφιλής
Φίλους δεν είχε καθόλου μα ούτε χρόνο για να βρει
Σχολείο σπίτι διάβασμα ύπνος και πάλι απ' την αρχή
Ψαρόσουπα που κάνει καλό στα μάτια πάλι για φαΐ
Κάθε μέρα ζει την ίδια μέρα που γίνεται πιο βαρετή
Ώσπου ένα απόγευμα γύρισε απ' το σχολειό
Κι είδε έναν κλόουν ζωγραφιστό, χαμογελαστό με μια φόρμα καρό
Κρεμασμένο στο κρεβάτι της απέναντι
Μα δεν προλάβαινε να ασχοληθεί μαζί του ούτε λεπτό
Όμως όταν νύχτωσε και ξάπλωσε το βλέμμα της
Συνάντησε το βλέμμα του κλόουν κι εκεί σταμάτησε
Τον χάζευε ήρεμη απ' το κρεβάτι
Ώσπου σε κάποια στιγμή αυτός της έκλεισε το μάτι...
Με λένε Λεονάρδο της είπε, εκείνη σάστισε
Έτριψε τα μάτια της λίγο και του απάντησε
Με λένε Δάφνη είπε τραυλίζοντας από έκπληξη κι από φόβο
Ονειρεύομαι αυτό δε συμβαίνει για κανένα λόγο
Κουβέντα στην κουβέντα ξημερώθηκαν
Μα την άλλη μέρα η Δάφνη κοιμότανε στο θρανίο
Οι γονείς της πως ήταν άρρωστη ενημερώθηκαν
Και ήρθαν να την πάρουν αμέσως απ το σχολείο
Οι μέρες για τη Δάφνη πλέον ήταν κενές
Οι νύχτες με το Λεονάρδο της φάνταζαν μαγικές
Είχε ένα φίλο επιτέλους που την έκανε να γελά
Μα πλέον ήταν δύσκολο να σηκώνεται στις επτά
Οικογενειακό συμβούλιο κάλεσε η μαμά
Με το μπαμπά την αδερφή και τη σοφή τους γιαγιά
Λέγαν ποιος ξέρει τι κάνει και ξενυχτά ως αργά
Τα ξέρω αυτά γιατί τα ξέρει η Δάφνη που άκουγε κρυφά...
Την πήραν πρέφα μα η Δάφνη δεν ήταν χαζή
Άρχισε να παριστάνει ότι υπνοβατεί
Η γιαγιά τρομοκρατήθηκε και έλεγε μη
Την ξυπνήσετε γιατί μπορεί να πάθει συγκοπή
Μ' αυτά και μ' αυτά την πήγαν στο κρεβάτι
Κοιμήθηκαν όλοι μα αυτή δεν έκλεισε μάτι
Της είπε ο Λεονάρδο πιάσου από το μανίκι μου
Και άρχισαν να πετούν στου ουρανού το βαθύ σκοτάδι
Την πήρε και πήγαν στο καμπαρέ των ψιθύρων
Τον ήξεραν όλοι γιατί εκεί δούλευε παλιά
Είπε απόψε θέλω το καλύτερο σόου παιδιά
Και με τη Δάφνη χόρεψαν το "Βάλς των χαμένων ονείρων"
Την γύρισε σπίτι την σκέπασε και τη νανούρισε με
Ένα τσιγγάνικο τραγούδι που έλεγε στο καμπαρέ
Κοιμήθηκε τον ύπνο της ζωής της
Μα όταν ξύπνησε ο Λεοναρδο δεν ήταν απέναντι της...
Μία βδομάδα μετά η Δάφνη έκλαιγε ακόμη
Έλειπε ο μόνος φίλος της και ένιωθε μόνη
Άκουσε απ' το σαλόνι τη φωνή του μπαμπά της
Που της έλεγε να ντυθεί και να βάλει τα καλά της γιατί
το χε ξεχάσει μα σήμερα ο μπαμπάς είχε έκθεση
Αυτή δεν είχε διάθεση αλλά το πήρε απόφαση
Κι έβαλε ένα φόρεμα μπλε
κι ένα ψεύτικο χαμόγελο, πηγε προς το ατελιέ
Έκανε βόλτες ανάμεσα στον κόσμο χαμένη
Χάζευε τους πίνακες και χωρίς να το περιμένει
Μπροστά της βλέπει εκείνο τον παλιάτσο
Τον άνθρωπο που ένιωσε να την καταλαβαίνει
Μα σαστίζει και δακρύζει μόλις βλέπει
Το κόκκινο σημάδι στον πίνακα που σημαίνει
Πως σε κάποιον τυχερό αγοραστή ο πίνακας έχει πουληθεί
Ψελλίζει αντίο Λεονάρδο και φεύγει...