Ένα πρωί μια ωραία κυριακή,σε μια πόλη μικρή
Είδα ανθρώπους να τρελένονται και απελπισμένα να ζητάν να γίνουν βασιλιάδες
Εκεί, ήμουν μα η λογική εμένα μου'χε μείνει
Νύπτω τας χείρας μου και τους βλέπω να μπένουνε σ' ομάδες
Αίμα παντού και μυρωδιά κακού, μια σκηνή πανικού
Για λίγο δόξα λυσσασμένοι πέσανε με τα μούτρα μέσα στη μάχη
Τότε ήταν που το γέλιο ενός τρελού ακούστηκε αφου
Φωτιά στην πόλη είχα β άλει και τους παράτησα εκεί να γινουνε στάχτη
Μια φορά και κάτι γιό κατοικούσα σε ένα χωριό
Στενάχωρο δεν ήταν μαλλον φανταστικό
Θα το πω μια τέλεια, τέλεια στο χάρτη το μουσικό
Κάπως μικρό μα καταπληκτικό για ν'ακουστώ και 'γω μέσα απ'αυτό
Ητανε Δευτέρα μια μέρα πριν γεννηθώ
Που οι πρώτοι κάτοικοι φτιάξανε τότε το πρώτο τους φτωχικό
Με μεράκι, κι όταν ένας είχε ανάγκη
Πάντα κάποιος υπήρχε για να βάλει ένα χεράκι
Γεννήθηκα την Τρίτη όπου το κάθε φτωχικό, είχε γίνει σπίτι
Και εκτός απο τον χοντρούλη που είχε φύγει, όλοι ειχαν μείνει
Δουλεύοντας μαζι κατι να γίνει
Έχοντας όνειρο να εξαπλωθεί του χωριού τους η φήμη
Την Τετάρτη βγήκαν οι καλύτερες δουλειές
Δουλειές του καναν το χωριό να ακουστεί οπου δεν πίστευες εχτές
Δουλειές διαχρονικές παντοντινές
Που και τρεις μέρες μετά παρακαλάγανε γι' αυτές
Ητανε Πέμπτη που το χωριουδάκι έγινε πόλη
Και τα σπιτάκια χτίστηκαν για να χωρέσουν όλοι
Παρασκευή πρώτοι τσακωμοί χωρίς συγγνώμη
Για μια θέση ηγετική στης πόλης μας το τιμόνι
Και το Σαββατο οι τσακωμοί δεν σταμάτησαν διόλου
Όλοι θέλανε μια θέση καποιου ηγετικού ρόλου
Η πόλη είχε χάσει το σεβασμός της απ'τον χάρτη
Όσο ηλπιζα να 'ρθει μια δεύτερη τετάρτη
Ηταν απάτη, η πόλη άρχισε να με αηδιάζει
Δεν το σκέφτηκα πολύ έβαλα φωτιά γινανε στάχτυ
Ήταν κυριακή πρωί μπορεί και βράδυ
Που έκαψα ολο το χωριό τους και βγήκα βόλτα στο χάρτη
Ένα πρωί μια ωραία κυριακή,σε μια πόλη μικρή
Είδα ανθρώπους να τρελένονται και απελπισμένα να ζητάν να γίνουν βασιλιάδες
Εκεί, ήμουν μα η λογική εμένα μου'χε μείνει
Νύπτω τας χείρας μου και τους βλέπω να μπένουνε σ' ομάδες
Αίμα παντού και μυρωδιά κακού, μια σκηνή πανικού
Για λίγο δόξα λυσσασμένοι πέσανε με τα μούτρα μέσα στη μάχη
Τότε ήταν που το γέλιο ενός τρελού ακούστηκε αφου
Φωτιά στην πόλη είχα β άλει και τους παράτησα εκεί να γινουνε στάχτη
Είδα δεκάδες τυπάδες να μου το παίζουν ραπάδες
Μετά το δύο χιλιάδες βάλανε φαρδιά ρε τα δες
Χωριστήκανε σε ομάδες για να γίνουν βασιλιάδες
Πιάσαν πόστα σε πλατείες και αραδιάζαν μαλακίες
Ιστορίες που αφορούσανε ψεύτικους τσαμπουκάδες
Ιστορίες για βερια όμως μ'ανύπαρκτους παπάδες
Ιστορίες που σκοπό είχαν να κάνουνε κομμάτια
Για ακροατές που τελικά ακούνε με τα μάτια
Και δεν φτάνει μόνο αυτό μάλλον ήταν και τυφλοί
Αφού το κόλπο είχε πιάσει κι έγιναν αποδεκτοί
Πήραν κομμάτι από την πίτα όμως κι αυτό δεν τους αρκεί
Αφου η πόλη είνια μία κι έχει μία κορυφή
Τοτε είναι που λυσσάξανε να φάνε όλη την πίτα
Και στη μάχη βουτήξανε χωρίς να σκέφτονται ήττα
Γιατί πολλοί δεν νοιάστηκαν και τώρα φίλε κοίτα
Χάθηκαν οι αυθεντικοί και μείναν τα πηθίκια
Σαν δεν έφτανε κι αυτό ούτε και τότε μπήκε τέρμα
Οι πίθηκοι σφαζώντουσαν ποιος θα βάλει το στέμμα
Και οι τυφλοί ακροατές όσο μυρίζαν αίμα
Φαντατισμένοι χειροκροτούσανε στην αρένα
Και 'γώ σε μια γωνία καθόμουν και παρατηρούσα
Την πόλη φάντασμα και ξέρναγα όσο την κοιτούσα
Γυρνούσα έξω την νύχτα και κοιμόμουν το πρωί
Κι όλοι με δείχνανε και λέγαν οτι έχω τρελαθεί
Και 'γω δεν άντεξα πολύ μια που είχαμε γιορτή
Τα πιθήκια και οι υποπίθηκοι τραγουδάγαν μαζί
Πήρα βενζίνη και έλουσα την πόλη όλη
Και σκουπί άναψα και πίσω μου έριξα η φάση να καεί
Και σαν τρελός γελάω απο 'κείνη την στιγμή
Αφου είχα δει το φως που όλοι τους δεν είχαν δει
Ήταν Σαββάτο βράδυ, μάλλον κυριακή πρωί
Που έκαψα ολο το Hip Hop και αγάπησα την μουσική
Ένα πρωί μια ωραία κυριακή,σε μια πόλη μικρή
Είδα ανθρώπους να τρελένονται και απελπισμένα να ζητάν να γίνουν βασιλιάδες
Εκεί, ήμουν μα η λογική εμένα μου'χε μείνει
Νύπτω τας χείρας μου και τους βλέπω να μπένουνε σ' ομάδες
Αίμα παντού και μυρωδιά κακού, μια σκηνή πανικού
Για λίγο δόξα λυσσασμένοι πέσανε με τα μούτρα μέσα στη μάχη
Τότε ήταν που το γέλιο ενός τρελού ακούστηκε αφου
Φωτιά στην πόλη είχα β άλει και τους παράτησα εκεί να γινουνε στάχτη