Στο φως του δειλινού
σε αναζητώ,
σε καρτερώ.
Και στις σκιές της νύχτας,
δίνεσαι,
χάνεσαι.
Θα 'θελα να κρυφτώ
μες στα χείλη σου,
σαν άλλοτε.
Κι ας με πάρει ο καιρός
σε ένα άστρο μακρινό.
Πάνω στου Νείλου τα νερά,
περνώ τις μέρες μου αργά.
Το κάθε χρώμα της αυγής,
το τέλος κάποιας εποχής.
Με κόπο, δάκρυ, προσευχές,
στο σώμα αμέτρητες πληγές.
Μα όλα χάθηκαν με μιας
σε δυό μάτια αιθερικά.
Και των Θεών οι προσταγές,
ανθρώπων γίνονται φωνές.
Μεσά στο πλήθος μια μορφή,
απόκρυφη, περαστική.
Κι οι ιερείς σε προσκυνούν,
μέγιστο θαύμα του ουρανού.
Και δύο κόρες στα λευκά
να σου πλέκουν τα μαλλιά.
Και ένα βράδυ βροχερό
μες στο παλάτι σου θα μπω.
Σε πέρα δώματα κρυφά
πλαγιάζει η κόρη του Βορρά.
Με μύρα, άνθη και ευχές,
σε ευλογούνε δυό Θεές.
Κι εγώ στο σκότος σιωπηλά
να περιμένω μια ματιά.
Στο φως του δειλινού
σε αναζητώ,
σε καρτερώ.
Με τις σκιές της νύχτας,
ντύνεσαι,
χάνεσαι.
Κι οι ιερείς σε προσκυνούν,
μέγιστο θαύμα του ουρανού.
Και δύο κόρες στα λευκά
να σου πλέκουν τα μαλλιά.