[Βδέλυγμα]
Ειμ' ενας ασχημος αλητης με βρωμικη
παρεκκλινουσα συμπεριφορα για σας και τα παιδια σας
Χωρις κεφαλια να με αρχουν περιπλανιεμαι στους δρομους που αφησαμε να υπαρχουν κι ας τους λερωνετε καθημερινα τα ποδια μου ειναι καθαρα
Απεχω ακομα απο το συστημα που φτιαξατε
κι ο μονος τροπος να στιγματισω τα παπουτσι μου
ειναι να του λιωσω το κεφαλι ή των μικροτερων που το συντελουν
Γενναμε φλογες να μας ζεστανουν στις πορειες που φοβαστε να εμφανιστειτε
Τα ομορφα μπατσικα ομορφα καιγονται
Οι χαρτοφυλακες και τα στολιδια δε θα σας προστατεψουν
οταν το μισος μας καθοδηγει
Οι καπιταλιστικοι κυνηγοι γινονται νοστιμοι
τη στιγμη ακριβως που δεν αντιλαμβανονται πως ειναι τα θηραματα
Θα βρεις την ψυχη μου να ματωνει στα παρκα σκεπτομενη ολ' αυτα
Σφιγγω τα χερια στα εξαρχεια και μηδενιζω τις ταχυπαλμιες μου με ηδονη
μολις συνειδητοποιω πως η μερα εχει ερθει
Ο κανονας παλι θα κατεβει και τα τζαμια θα σχηματισουν
αλλο ενα κομματι νεας γης
Θα την οργωσω εγω...θα δεις
Παρακολουθω τωρα καιρo ακομη μια καλοπληρωμενη πορνη
Πρωταγωνιστρια στο γυαλι της χειραγωγησης
Θα τη βαλω στη θεση της... αναγκαζοντας τη
να δειξει το αληθινο παρουσιαστικο της
Αποψε στην Ευριπιδου με τον πορνογερο της
και την σενιαρισμενη υψηλη παρεα της... θα πανε για φαγητο
Θα φανε πιο καλα απ' ολους...
Φευγω νωρις και καθομαι εξω απο το εστιατοριο μολις παει να σκοτεινιασει
Βλεπω τη BWM να γυαλιζει... ειν' ολοι μεσα παρκαρουν, κατεβαινουν και μπαινουν. Παραγγελνουν. Υστερα τους βλεπω να μαλωνουνε...
Βγαινει μονη της εκεινη... και σηκωνομαι...
[Onesecbeforetheend]
Τι ώρα είναι; Πρέπει να πάρω τηλέφωνο πρώτα απ' όλα, να πω πως η εκπομπή θ' αναβληθεί, θα ‘μαστε κλειστά
Πώς είμαι έτσι; Αυτή η πληγή θα κάνει εβδομάδες για να επουλωθεί, σωστά;
Τα ρούχα μου. Πού είναι τα ρούχα μου;
Έτσι είναι η αίσθηση του χαμού
Μισόγυμνη με ξεσκισμένα εσώρουχα και με σπασμένη τζαμαρία, ψάχνω να βρω ένα ταξί που θα με πάει ως το χολαργό
Στραβοπατάω και νοιώθω πως χάνω κάθε πίστη προς το δημιουργό
Αυτός που μου το ‘κανε. Θα πρέπει να τον περιγράψω στην αστυνομία
Σκεπάζομαι με μία σκισμένη κουβέρτα
που βρίσκω στα σκουπίδια. Τη φοράω σα μπέρτα
και κάθομαι σ' ένα σημείο να βάλω κάτω όσα θυμάμαι
Κι ας μη θέλω να τα θυμηθώ. Φοβάμαι
Αρχικά έσφιξε τα μάτια μου με δύναμη λέγοντας πως είναι κάμερες τράπεζας
Γέλασα νομίζοντας πως θα ‘παιζα σε κάποιο παιχνίδι τύπου «Candid Camera»
Μετά μου έδεσε τα χέρια από πίσω και με πέταξε σ' ένα στενό πιο παράμερα
Ξεκίνησε να μου πετάει πέτρες λέγοντάς μου πως θέλει να σπάσει τη βιτρίνα του θεάματος και πως, ακόμα κι αν τον σκοτώσουν γι' αυτό που κάνει, δεν τον φοβίζει ο θάνατος.Μου ‘πε πως το πλαστικό της ομορφιάς μου είναι στην πραγματικότητα η ομορφιά του πλαστικού. Του φανταστικού πλαστικού μου χρήματος
Είναι, λέει, η σειρά μου να πάρω τη θέση του θύματος
Έκλαιγα. Πήρε την τσάντα μου, αυνανίστηκε κι έχυσε μέσα της. Όπως ήταν, την πέταξε σ' ένα φρεάτιο υπονόμου
Εκείνη τη στιγμή χτυπούσε το κινητό μου
Πριν την πετάξει πήρε από μέσα μια κάρτα αναλήψεων και μ' αυτήν έτριβε το αιδοίο μου λέγοντάς μου πως ήθελε να κάνει μια κατάθεση. Μετά άλλαξε διάθεση
και φώναξε «τα όμορφα μηχανήματα αυτόματων αναλήψεων όμορφα καίγονται»
και μ' έναν αναπτήρα άρχισε να με καίει εκεί
Ούρλιαξα και με χτύπησε με μια μεταλλική βέργα
Έκλαιγα. Έκλαιγα. Ό,τι κι αν έλεγα δεν ακουγόμουν. Ήταν σα να πνιγόμουν
μες στις λέξεις και τ' αναφιλητά μου. Ξαφνικά ήρθε σχεδόν κολλητά μου
Άρχισε να μου φιλά αισθησιακά το λαιμό
Ερωτηματικά δημιουργήθηκαν μέσα μου κι άρχισα
να ελπίζω πως ο πόνος ίσως έχει τελειωμό
Κι αυτός βλέπει τις εκπομπές μου για να ξέρει ποια είμαι. Κι αυτός έχει ίσως και πάνω από έναν τραπεζικό λογαριασμό
Όταν όμως έφτασε στο στήθος μου με δάγκωσε τόσο δυνατά που κόντεψε να μου ξεσκίσει τη θηλή
Ήθελε να μου αφήσει μόνιμες εκδορές πιστεύοντας πως έτσι θα ασκήσει επιβολή
στην αθλιότητα της κοινωνίας, στην κοινωνία της αθλιότητας
Μου ‘πε πως η συμμετοχή μου στους αγανακτισμένους αγγίζει τα όρια της γελοιότητας
Δεν είχε νόημα να μιλήσω πια σ' έναν παράφρονα που απέτυχε στη ζωή του
και που τα απωθημένα του για κοινωνική αναγνώριση τονώνουν την ψύχωσή του
Ξεκίνησα να χάνω την επαφή με τις αισθήσεις μου. Τώρα το μόνο που θα ευχόμουν
θα ‘ταν να καθόμουν στ' αυγά μου στο εστιατόριο. Να πού οδηγούν οι εφηβικές παρεξηγήσεις μου
Νοιώθω ένα τσούξιμο στο μέτωπό μου, το αγγίζω και διακρίνω μια ουλή
Βρίσκω ένα κομμάτι σπασμένου καθρέφτη στο δρόμο και με κοιτάζω. Ένα κυκλωμένο άλφα χαραγμένο πάνω σε μια προσωπικότητα πλέον θολή
Κοιτάζω δίπλα μου μια κλειστή τράπεζα με το σύνθημα «κλέφτες είναι οι τράπεζες» και το ίδιο σύμβολο από κάτω
Μα εγώ δεν έκλεψα ποτέ. Μόνο έκλαψα. Κι ακόμα κλαίω
[Βδέλυγμα]
Τωρα με τυλιξατε με καγκελα και χαιρεστε
Αυλικοι χειροκροτειστε... εσεις πού διαολο νομιζετε πως ειστε;
Μην το αρνειστε σκυψτε το κεφαλι και γλυψτε τα ποδια του γυμνου βασιλια, μεχρι να επιβραβευθειτε με μουχλιασμενα καρβελια και μαστιγωματα για επιδορπια°
Σωφρονιστε, Σωφρονιστε με κι αλλο
Το μυαλο μου ειναι ακομα καθαρο
και το μονο εγκλημα που εκανα ειναι να μην σας τιναξω τα κεφαλια
στο ταβανι, πριν προλαβετε να πατε στον παραδεισο
Τα βραδια τον παιζω σκεπτομενος την πουτανα που ανοιξα στα δυο
για να της δειξω την ισχυ της κατωτερης ταξης
Τελευταια στραφηκα στο θεο Βρηκα ενα βιβλιο
με το βιο του γέροντα Παίσιου... και σκουπιζω το χυσι μου
Η φυλακη δικαιωνει την πραξη μου
Η δυναμη μου αυξανεται πιο γρηγορα απο τα χρηματα σας
Κι ο ψοφος μου δεν ερχεται
πριν την επομενη θριαμβευτικη μου νικη..
το νεο εκχυμα στα εντοσθια νεας καριολας