[Onesecbeforetheend]
Μεγάλωσα σε μια συντηρητική οικογένεια θεολόγων
Μικρός το παραμμύθι που λάτρευα ήταν ο Κυανοπώγων
Οι γονείς μου μού εμφύσησαν τις τάσεις ελιτισμού τους
Έτσι ήμουν απόμακρος και ανήκα σε τούτους
τους μαθητές που δε βγαίνουν έξω στα διαλείμματα
Διάβαζα τα μαθήματα τις επόμενης ώρας κι ας
μην καταλάβαινα τίποτε. Έλλειψη χαράς
Μα δεν την αντιλαμβανόμουν αφού χαρά δεν είχα ζήσει ποτέ
Όταν μ' έπιαναν τα δάκρυα έλεγα στους γύρω μου «με συγχωρείτε»
Η εφηβεία μου ήταν μία μάταιη προσμονή
για τις πανελλαδικές εξετάσεις με μόνη ηδονή
το όνειρο-ιδανικό μιας καλής φιλίας
κάτι που ποτέ δεν ήρθε. Δικλείδα ασφαλείας
τα θρησκευτικά λογοτεχνήματα των εκδόσεων «Ζωή»
που μου ‘διναν πνοή και θάρρος σε ό,τι έκανα
Στα δεκαεφτά καταρρακώθηκα. Βάρος ό,τι έπιανα
Κατάθλιψη. Οι εμπειρίες ήταν κακές όλες
Στις πανελλαδικές έδωσα μόνο λευκές κόλλες
Απέτυχα. Δύο χρόνια τα πέρασα στο δωμάτιό μου
λέγοντας στους γονείς μου πως για τον εαυτό μου
ήθελα μια δεύτερη ευκαιρία. Κι έτσι διάβαζα και διάβαζα
Είδα όμως πως ανάμεσα στις παραγράφους ζωγράφιζα
Έκλεισα τα σχολικά και έπιασα άλλα βιβλία
Γεροντικόν του Σινά. Κλίμαξ. Φιλοκαλία
Βιβλία ασκητικής ζωής απ' τη βιβλιοθήκη των γονιών μου
Αυτά έδωσαν την ώθηση των νέων φαντασιώσεών μου
Στα είκοσι δε γνώριζα την έννοια του αιδοίου
Ανακοινώνω στους γονείς μου πως πάω στη μονή Βατοπεδίου
Αυτοί το δέχονται καθώς στα σίγουρα
κι οι ίδιοι θα μου το πρότειναν αργά ή γρήγορα
Στη μονή με δέχτηκαν εύκολα μιας και γνώριζαν τους δικούς μου
Πρωτέρημα που εξυπηρετούσε τους σκοπούς μου
Μετά από είκοσι χρόνια εντατικών προσευχών
και κρυφών αυνανισμών πίσω από των
τριών ιεραρχών τις παλιές εικόνες
και σύμφωνα με τους μοναστηριακούς κανόνες
κατέκτησα ένα ανώτερο ιερατικό αξίωμα
που με κατέστησε ηγούμενο μονής
Το βίωμα
εξαίσιο. Πλήθος κόσμου με σέβονταν
Πιστοί από Ελλάδα και Κύπρο με επισκέπτονταν
για να πάρουν την ευλογία μου, για να πάρουνε την ευχή μου
για να πάρουν μια συμβουλή μου ή να κάτσουν λίγο μαζί μου
Θέλουν να συγχωρεθούν μέσα από τα χείλη μου
και να ταπεινωθούν κάτω από το πετραχείλι μου
Μια οικογένεια πιστών απ' το νησί της Αφροδίτης
ένας στοργικός πατέρας και η μάνα με το παιδί της
έρχονταν κάθε χρόνο, κάποιες Κυριακές καλοκαιριού
για μια εξομολόγηση και το άναμμα ενός κεριού
Την πρώτη φορά που ήρθαν το παιδί ήταν εφτά
Δε μιλούσε πολύ και σιχαινόταν τα θυμιατά
Δεν του άρεζε η μονή και ήταν αντιδραστικό
μα για να βρω την ηδονή αυτό ήταν ιδανικό
Ό,τι και να ‘λεγε στους γονείς του ποτέ δε θα τον πίστευαν
Ήταν άνθρωποι πιστοί που δεν ερευνούσαν και νήστευαν
Έτσι, λοιπόν, σαν το παιδί ήρθε να μου πει τις αμαρτίες του
- που κατούρησε ένα σκυλί και για τις σχολικές αταξίες του –
του είπα πως ο Θεός για να τον συγχωρέσει
θα πρέπει το σωματάκι του κάτω από το ράσο μου να χωρέσει
Να βάλει στο στοματάκι του την τσουτσού του παπούλη
και να τη γλύψει σα ρώγα από μπιμπερό με χυμούλη
Το παιδί ήτανε ήσυχο καθ' όλη τη διάρκεια
Όταν έχυσα είδα πως στα μάτια του υπήρχαν κάποια δάκρυα
Κατάπιε το σπέρμα μου και τον σκούπισα με το ράσο
Για να φύγει η γεύση του σπέρματος είχα ένα μπισκότο να του κεράσω
Του είπα πως τώρα πια έχει συγχωρεθεί
μα πως πιο μεγάλη αμαρτία θα είναι να ειπωθεί
κάτι απ' όσα έζησε στην εξομολόγηση
Τ' ότι ο Θεός βλέπει τα πάντα ήταν τέλεια δικαιολόγηση
Του διάβασα μια ευχή ακόμα και το ‘στειλα στο καλό
Οι γονείς του μ΄ ευχαρίστησαν μ' ένα φάκελο
Εκατό χιλιάδες δραχμές. Τα δέχτηκα ταπεινά
Τους χαιρέτισα και μου ‘πανε πως θα ‘ρθουν του χρόνου ξανά
Η απόλαυση που πήρα απ' το παιδί ήταν κάτι πρωτόγνωρο
Τέτοια αίσθηση δεν είχα ζήσει ούτε στο πιο τρελό μου όνειρο
Περίμενα μ' υπομονή την επίσκεψή τους
σαν το Ιωνά μέσα στην κοιλιά του κήτους
Κι όντως το επόμενο καλοκαίρι σε μια θεία λειτουργία
τους είδα να κάθονται στα στασίδια κάτω από την αγία
Βαρβάρα. Γάργαρα δάκρυα αγωνίας
κύλησαν απ' τα μάτια μου την ώρα της θείας κοινωνίας
καθώς περίμενα την ώρα που θα γινόμουν ο μεσάζοντας
του παιδιού με το Θεό. Δοκιμάζοντας
τούτη τη φορά τις απολαύσεις των Σοδόμων
Η ισχύς των Σολομώντειων και των Μωσαϊκών νόμων
αίρεται όταν ο Θέος μιλά ως εμπειρογνώμων
μέσ' απ' το σώμα του ιερέα, του οδηγού των δρόμων
της δόξας, των αναβάσεων του ησυχασμού
του ανθρώπου δε γίνεται έρμαιο του πειρασμού
Το κωλαράκι του απαλό, μικρό και στενό
παιδικό, αγνό και βέβαια στεγνό
Του έκλεισα το στόμα λέγοντάς του πως είναι ντροπή
να ακούει ο Θεός παράπονα την ώρα που σιωπή
επιβάλλεται ώστε κάθε αμαρτία να συγχωρεθεί
Είχα μαζί μου λίγο μύρο, το ποπουδάκι για να υγρανθεί
Μ' αυτό πρώτα του έκανα στο μέτωπο το σημείο του σταυρού
και μετά έβαλα τη βέργα του Μωυσή στην πηγή του θησαυρού
Το παιδί έτρεμε σπασμωδικά κόντεψε να λιποθυμήσει
Σε λίγα λεπτά ο κώλος του με τα χύσια μου είχε γεμίσει
Αχχχ... «Τούτο εστί το σώμα μου»
Το παιδί έτρεμε κι έκλαιγε. Του χάρισα το στόμα μου
στο στόμα του, χρυσόστομο, χειλάκι τόσο νόστιμο
Η τσουτσού του σκλήρυνε και σαν τον Αυνάν
του τη μάλαξα κι έστι τα συναισθήματά του άλλαξα
Το παιδί γελούσε κι εγώ το αγκάλιασα
Του διάβασα την ευχή και του ‘πα τα ίδια με πέρσι
Το φέρσιμό του μου απέδειξε πως ξέχασε πως είχε πονέσει
Οι γονείς με ξαναευχαρίστησαν και πάλι με αντάμοιψαν
μ' ένα ποσό που κατά πενήντα χιλιάδες αύξησαν
Οι υποσχέσεις ήταν ίδιες για το επόμενο καλοκαίρι
κι εγώ περίμενα προσευχόμενος μ' ένα κομποσκοίνι στο χέρι
Στα επόμενα τρία χρόνια συναντιόμασταν σταθερά
Οι απολαύσεις μας ήταν ίδιες και τα φιλιά μας τρυφερά
Το αγόρι για μένα έγινε ο Υιός του Θεού μου
που μαρτύρησε για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του νου μου
Ερωτεύτηκα. Έγινα «διά Χριστόν σαλός»
Ο Ιησούς ήταν το παιδί και ο Χριστός ήταν φαλλός
Μετά την τελευταία φορά οι γονείς μου ανακοίνωσαν
πως μετακόμιζαν στην Αθήνα κι έτσι βαθιά με πλήγωσαν
Δε δέχτηκα τα λεφτά τους. Έδωσα μια προσποιητή χειραψία
Κοίταξα τον πατέρα για μια στιγμή με υπεροψία
Προσπάθησα να καταπολεμήσω τη θλίψη μου
με την πράξη κάθε αμαρτήματος επιλήψιμου
Βρέθηκαν κι άλλα παιδάκια στο διάβα μου
και τους έδωσα να γευτούν τη θεία λάβα μου
Μα κανένα δε μου έδωσε την ηδονή του λυτρωτή μου
Χωρίς Αυτόν ανακάλυψα την ψυχή την τρωτή μου
Από τότε απομονώθηκα εκ νέου σε μια σκήτη
και ζω τον ασκητισμό του θύματος κι όχι του θύτη...