Τα τραγούδια είναι σαν τους χαρταετούς. Κόβεις και καρφώνεις τα πηχάκια, φτιάχνεις κόλλα και κολλάς πάνω τους το χαρτί, ψαλιδίζεις την ουρά, φτιάχνεις τα ζύγια και διαλέγεις γερό σκοινί. Το σηκώνεις κόντρα στον άνεμο, πάντα κόντρα στον άνεμο. Αν όμως λύσεις όλη την καλούμπα, δεν μαζεύεται μετά και πρέπει να τον κόψεις και έτσι δεν ξέρεις ποτέ που και πως θα φτάσει. Και ποιος νοιάζεται μωρέ απ' τους αγέλαστους; Σα να τους άφησαν τα όμορφα ακέραστους. Μονάχα εσύ τους δίνεις την ευχή σου όπου θα πέσουν να διηγηθούνε την αρχή σου, έτσι απλά στην ιστορία ένα πλήγιασμα ένα δάγκωμα στο χρόνο όλο σκύλιασμα. Γι' αυτό φωνάζω στην άκρη εκεί του πουθενά, μπορεί να γεννηθεί απ' το τίποτα ξανά το αύριο που ψάχνεις, το ουρανόσταλτο, από ένα μίασμα τόσο ανυπόστατο, από ένα στίχο στου ψηλού βουνού την πλάτη, από μια ρίμα τη μάνα κάθε επαναστάτη. Γι' αυτό αν ακούσεις ένα τραγούδι, ευχήσου του, όταν θα φτάσει να βρει τον παραλήπτη του, κάποιο γελαστό παιδί, κάποιον περήφανο γέρο, εμένα δε με νοιάζει, ούτε που θέλω να ξέρω. Ήμουνα εκεί στο σκάρωμα μαζί του, είχε τη μνήμη μου μάνα και τη φωτιά μαμή του. Αυτό θα βρει μοναχό του το δρόμο του κι αν δεν βρίσκεις ευχή, άστο θα φτάσει μόνο του. Αν είμαι τυχερός και το ξανανταμώσω, μπορεί συνέχεια να του δώσω. Αν όμως γυρίσει πίσω και πέσει στα πόδια μου, τσάμπα η γέννα του, τσάμπα τα λόγια μου