Άκου, λοιπόν, ένα παραμάντεμα
και μαζέψου, κορδωμένο μου παγόνι.
Τι έχεις μέσα σου που γίνεται ανάθεμα
και στη δύσκολη πάντα σε σώνει;
Λοιπόν, κωθώνι απάντα μου, αν ξέρεις
τι σε κρατάει απ' το στερνό το παράτημα
και πού βρίσκεις κουράγιο κι αντέχεις
πάνω στη ζήση σου τόσο πασπάτεμα;.
Απάντα μου, λοιπόν, γνωστέ ξερόλα
με το κλισέ ότι ο Ρωμιός δε πεθαίνει
ή με καμιά του αφεντικού σου παρόλα
σαν απ' αυτές που γελάει όλη η οικουμένη.
Καλά ξυπνητούρια να ‘χες και καθόλου λαλιά
όπως στη πείνα τότε και στη ξυπολησιά.
Τράβα τώρα για ν' ανέβεις ορθοπεταλιά
και μη παραπονιέσαι για τη μοιρασιά.
Άκου, λοιπόν, τα νέα από την πιάτσα:
το νταβαντούρι ξεκινάει, πάει το μαγαζί,
ο διάβολος άλλαξε κάλτσα,
οι θρονιασμένοι το πουλάνε όλοι μαζί.
Καλπουζανιά που βρωμάει ευρωτίαση
κι εσύ λιμάρη και καλέ τους πελάτη,
στους παγαπόντηδες χάρισε αγαλλίαση,
χειροκρότα και βάλε πάλι πλάτη.
Τρέχα στο Σύνταγμα με τη σημαία στο χέρι,
ξεπατικωτούρα των λαών που δε σκιάζονται
και τώρα διάλειμμα αφού ήρθε καλοκαίρι,
βγάλε τα κάκαλα στον ήλιο να λιάζονται.
Και πού ‘σαι, αν σκεφτείς να το πάρεις όρτσα
και την δεις της επανάστασης ανθός,
μπροστά σου θ' αδειάσει η καρότσα
με φήμες, κι οι ειδήσεις θα απλώσουν ορμαθός.
Και τότε ορφανός απέναντι στο πάλιωμα
ν' αγωνιστείς εκεί αμέτι μουχαμέτι.
Άμα δεν το ‘χεις, τι το θες το σκάρωμα;
Υπάρχουνε πουτάνες χρόνια στο κουρμπέτι