Της γνώσης ο κήπος στέκει αβοτάνιστος
κι εγώ είμαι σίγουρος ο σπόρος δέντρο πως θα γίνει.
Καλοκάθομαι άνιφτος κι αβασάνιστος,
χάνω τη βλέψη μου, λιμάρης γίνομαι με ό,τι έχει απομείνει.
Κι εγώ που είχα να το λέω πως δε λαβώθηκα
κι από της φτήνιας έξω είμαι το καλαντάρι,
απ' τα κατάβαθα τι ‘θελα και σηκώθηκα;
Για τους μικρόνοους μήπως πάρουνε χαμπάρι,
χώρεσα κάποια όμορφα σ' ένα ζεμπίλι,
τα ευκολοαπόδειχτα αυτά που ζαχαρώνεις,
κι έτσι γινήκαμε ανάχωμα και φίλοι.
Μα εσύ αργοσάλευτε, πάψε να με πληγώνεις,
όταν μοιράστηκα τη φωτιά μαζί σου,
ήδη ήμουν καμένος απ' την αστοχασιά τους.
Εσύ ήσουν αποδιάλεγμα κι άπλωνες τη φωνή σου
σα μαυροκόρακας στη μοιρασιά τους.
Λοιπόν, δεν είμαστε αρμαθιά, μείνε στα δίβουλα,
μα απ' όλα τα όμορφα, κράτα τα βρετίκια.
Έχω σκουπίσει τη θαμπάδα απ' τα ύπουλα,
τόσο αντρίκεια που σέρνω χίλια δίκια.
Άσε με, βρήκα το μόνο δρόμο, σου λέω,
που γουστάρω στ' αλήθεια να πάω.
Δε βρήκα προίκα την αλήθεια, κι αν φταίω,
το πληρώνω που ζω μ' ό,τι αγαπάω.
Άσε με, πάω με τον τρόπο που μπορώ
να στηρίξω απλά κι αντρίκεια
δε στο ζητάω σαν χάρη, το απαιτώ,
και το ξέρεις πως έχω χίλια δίκια.
Άλλο μοναξιώτης, λοιπόν, κι άλλο κελιώτης•
άλλο να βλαστημάς κι άλλο να βρίζεις•
άλλο να ζει απ' τα όνειρά σου κι ο προδότης
κι άλλο από τα όμορφα ποτέ να μη χαρίζεις.
Άλλο το κεχριμπάρι κι άλλο το καρβουνίδι•
άλλο το δύσκολο φευγιό κι άλλο το θρόνιασμα.
Η λευτεριά η ζείδωρη δε ‘ναι παιχνίδι,
άλλο οι φήμες κι άλλο το ξεμπρόστιασμα.
Γι' αυτό, άσε με, παλεύω με την αμορφωσιά μου,
η μόνη έχθρα χωρίς λόγο στη ζωή μου
είν' το μετάνιωμα για την αδιαβασιά μου.
Άσε με, να σκαρώσω τη γιορτή μου•
θέλω να ‘μαι τυχερός και να τη ζήσω.
Και τον καημό για τους χαμένους ποιητάδες
να μοιραστώ και να τον τραγουδήσω,
με ζευγίτες, σφαχτάρια κι αρχοντάδες.
Έτσι το γούστο μου προστάζει κι η ηθική μου,
το ήσυχο τίποτα και το αιώνιο το βαρύ
ίδια γλυκάδα αφήνουν στη ψυχή μου,
μνήμη παλιά να το γιορτάσουν οι καιροί