Βρήκες μπασιά και τρύπωσες στης οργής το ξόδεμα,
σ' εκείνο το σκοτείνιασμα που ‘χες μεταλαβιά.
Κουμάσι και του λόγου σου κοτσάρεις στο λιγόστεμα
σε κάθε τι που ακούγεται αμέσως μολυβιά.
Ώπα, ρε, μεγαλόστομε τι λες και τι γυρεύεις;
Κανένα σου μετάνιωμα δε σέρνει κουτσουκέλα;
Μπορεί να ‘χεις τα δίκια σου για όσα τους μαζεύεις,
μα είναι απλό στους μουλωχτούς να πουλάμε τρέλα.
Πάμε λίγο στα δύσκολα και κάνε μετρημό,
μεσ' τα σκατά μεσόστρατα μοσχοβολιά δεν είσαι
ούτε σε ζωγραφιά δεν έχεις δει άφεγγο το γκρεμό.
Γι' αυτό άνοιξ' τα πόδια σου κι ανάμεσά τους φτύσε,
να ‘ξερες πόσα μας τρώνε την ψυχή φερσίματα
δεν είσαι ο μόνος που λογιάζεις απ' τη μαγαρισιά.
Όλοι κάτι ζητάμε για τα' αγδίκιωτα φταιξίματα,
γίναμε σαν τα μούτρα τους στην κοσμοχαλασιά.
Να σου, λοιπόν, οι σύντροφοι της κάθε ποικιλίας,
από μυξοπαρθένες και μελάτες λοβιτούρες,
θολώνουν τα φαγώματα που είναι εξ' ημισιάς
αφού όλες οι καμήλες έχουνε δύο καμπούρες,
Κι αντί να ‘χουμε μέλημα φόβο να μη σκορπάμε,
βουτάμε στον αβλέμονα τυφλά κι ανωμοτί.
Λερώνουμε το στόμα μας εύκολα και ξεχνάμε:
για ένα πόλεμο χρειάζονται μαλάκες ασορτί.
Σου ακούγονται παράξενα, μα λίγο με βαραίνει,
δε χρωστάω στους λογάδικους τίποτα να πληρώσω,
το δικό μου λάβδανο ποτέ δεν ξεθυμαίνει,
τ' αγδίκιωτα φταιξίματα θα βρω να τα χρεώσω.
Πάντα βρίσκει το φως να περάσει απ' τη ρωγμή,
μα θα κοιτάξω στη ντροπή μόνο μην κάνω αβάντα,
για να σκεφτούν κι οι λογόκοποι έστω για μια στιγμή,
ότι ένιωσα άνθρωπος αυτό κάντε λεζάντα.
Κι αφού έχεις τίτλο στην κατηγόρια, δωσ' του ξανά.
Ρίξε το φταίξιμο σ' αυτούς που ακόμα τραγουδάνε,
το ‘χεις αντέτι, όμως τη βγάζεις πάντα φθηνά
σαν τους απαρνητές που απλά κρυφογελάνε.
Εγώ σέρνω μια βαποριά καημούς κι ιδροκοπάω,
μα δεν τα βάζω όλα μέσα στην ίδια καζανιά.
είμαι απ' οργή κοντόγεμος, μα αντέχω ν' αγαπάω,
μπορώ και ξεχωρίζω όσα γουστάρω στην καπνιά.
Όμως γουστάρω και να μισώ – δεν το μαζεύω,
είναι το αδείλιαστο ένστικτο του αλήτη.
Γι' αυτό δε θα πάψω να γυρεύω για κάθε πεινασμένο
παιδί, νεκρό κι ένα τραπεζίτη•
για κάθε άνεργο εργάτη κι ένα γιάπη κρεμασμένο•
για κάθε ελπίδα μας, νεκρούς δυο βουλευτάδες•
ένα κανάλι καμένο, για κάθε φοβισμένο•
βιομήχανους νεκρούς κι εφοπλιστάδες.
Είδες πόσο εύκολα αίμα ζητάμε στην αντάρα,
ενώ τους λαομίσητους θεριεύει ο λαός;
Σε ποια ευχή να πιαστώ και ποια κατάρα
που δε κοπάζει μέσα μου ο κοπετός;
Τι στο διάολο να εμπιστευτώ από ‘μένα,
τη φρέσκια θλίψη ή το παλιό το ζοριλίκι
τι στα κομμάτια να μοιραστώ με ‘σένα,
το θηκάρι ή τη ντροπή απ' το καμουτσίκι;
Πες μου, ραγιά, με τον πρόσφυγα εμένα τι σ' ενώνει;
Πώς να ξεχάσω που σ' είχαν καβαλικευτά;
Ο νεκρός πατέρας μας ακόμα μας χρεώνει,
το μακροβούτι μας εκείνο στ' ανοιχτά.
Κι εγώ παρ' όλα αυτά πρέπει να ημερέψω
να δείξω κατανόηση και στα λαμόγια ακόμα,
να βρω κατάστερο ουρανό και να πιστέψω,
ότι δεν είχα λόγο που φορούσα μαύρο χρώμα
Σκατά στο στόμα μου! Το μόνο που ‘χω ν' αρνηθώ,
είναι ότι λασπώσαμε παρέα στα συρσίματα
κι όσο περνάει απ' το χέρι μου ν' αποδεχτώ
τη ντροπή για τ' αγδίκιωτα φταιξίματα.