Υπάρχουν φόβοι που σε κάνουν να θες να βυθίζεσαι πίσω στο χθες και ντροπές που σου λερώνουν τα χέρια. Μα ό,τι κι αν κάνεις, φίλε μου, θες δε θες, ακόμα ζούμε τις πρώτες στιγμές που μες στο σύμπαν ορδές σκορπιστήκαν τ' αστέρια. Χιλιάδες χρόνια για του ανθρώπου τ' ανώφελα· ντροπές και τύψεις τυλιγμένα ασημόφυλλα. Μεγάλη προίκα μας, αιώνια η πίκρα μας. Όσα αγαπήσαμε πεθάνανε δίπλα μας Γλεντάς την ήττα μας κι ο όχλος γύρω σε παινεύει· των αθανάτων που επικαλείσαι σέρνεις τη χλεύη. Μου λες τα λόγια πέφτουν σαν ευλογία, μ' από όταν σε θυμάμαι είσαι μόνιμα σε αργία. Σαστισμένος και μόνος προσπαθείς να σβήσεις, τον φόβο της καρδιάς μπροστά στις αναμνήσεις. Το ξέρω και το ξέρεις είναι λίγα τα κρασιά σου, δε πάει χαμηλότερα απ' την απελπισιά σου. Σαν τη σκιά σου έρμαιο και χωρίς βούληση ζώο· δεν ξεγελάει κανέναν πια το ύφος σου το αθώο, γιατί κάποιοι ζούμε της ζωής τ' αγνώριστα μέσα μας φώλιασαν ζευγάρια της αχώριστα. Υπάρχουν φόβοι που σε κάνουν να θες
να βυθίζεσαι πίσω στο χθες και ντροπές που σου λερώνουν τα χέρια. Μα ό,τι κι αν κάνεις, φίλε μου, θες δε θες, ακόμα ζούμε τις πρώτες στιγμές που μες στο σύμπαν ορδές σκορπιστήκαν τ' αστέρια. Ακόμα ζούμε τις στιγμές που αρχίσαν όλα με σκόνη. Τ' αστέρια σκόρπισαν σαν πεθαμένοι προγόνοι κι ακολουθούν το απελπισμένο σου στον κόσμο σεργιάνι, τον ίδιο φόβο να ψαρεύεις στο σύμπαν πυροφάνι πότε κρυφά ή φανερά πάντα κακόγουστα, ξοδεύεσαι εύκολα επικίνδυνα ασυλλόγιστα· ρεύεσαι τις αντιρρήσεις σου πίκρες φαρμάκι κι οι αντιφάσεις σου θαμμένες σαν ξεχασμένη νάρκη. Στον κουρνιαχτό που αφήνουν πίσω τα καμώματά σου και στριμώχνεται στου χρόνου το φαράσι – φαντάσου.Αν δε βαστάει όνειρο η φτιαξιά σου, γι' αυτό δεν πάει χαμηλότερα απ' την απελπισιά σου. Στο ‘πα και πριν στο ‘πα ξανά και μέσες άκρες θα σου τα λέω απαράλλαχτα, φτηνές ατάκες πως κάποιοι ζούμε της ζωής τ' αχώριστα που μες στις πρώτες τις στιγμές κρύβονται αγνώριστα.