Όταν χορταίνουν οι ποιητάδες,
αλλάζουν ρότα κι όλες οι αράδες
που ξεφουρνίζανε·
Κάποιοι βαθαίνουν στον μικρό τους εαυτό.
κρυφοαπαγκιάζουνε σε μέρη κρύα
και καλοπιάνουνε την ιστορίαμε όσα βρίζανε.
Κι είναι γνωστό το παιχνίδι αυτό…
Όταν σωπαίνουν τραγουδιστάδες,
σιχαίνομαι όλες τις Έλλάδες
που εσύ φαντάστηκες·
Μα τι να κάνω πια δεν μπορώ.
κι αν σ' αβαντάρουνε πάλι παράδες,
ζήτα συγγνώμη απ' τις μανάδες,
αφού ξεθάφτηκες.
Γύρω μου βλέπω σκουπίδια σωρό.
Όταν στεγνώνουνε τα πινέλα,
βγάζει ο χρόνος τη μασέλα
κι ανακουφίζεται
Κι ο κόσμος μοιάζει τυφλός,
όσο ο ζωγράφος στη μοναξιά του
αγγίζει λίγο το μουσαμά του
κι αυνανίζεται.
απ' το τίποτα λούζεται φως.
Όταν κλαίνε οι θεατρίνοι
πριν την αυλαία στο καμαρίνι,
η νύχτα σκιάζεται
το σκοτάδι σέρνει φόβο κι εκεί
και σου θυμίζει πως στο σανίδι,
ο έρωτας γίνεται μόνο παιχνίδι
δε σε χρειάζεται.
ν' άλλη μια φυλακή.
Όταν φαντάζονται οι γραφιάδες,
εγκαινιάζουν νέους καιάδες
κράτα απόσταση.
Τα γραφούμενα τέρατα άφταστα
Όταν γεμίζουνε οι φυλλάδες,
κρύβεται πίσω απ' τις συστάδες
ψέμα με υπόσταση.
κι όνειρα σκοτώνονται άπιαστα
Όταν ακούς στα ραδιόφωνα
δικαστές που έχουν μικρόφωνα,
φώναξε «ένοχος»!
μπροστά στις βρώμικες φωνές
Έτσι χαλιούνται για όσα σκάρωσαν
και ξενερώνουν που δε σε σταυρώσαν·
χάνεται ο έλεγχος μ' ακόμα φταις
Δεν αντέχω πια να σε βλέπω έτσι γείτονα – τα πάντα ανέχεσαι
Κάποτε ορκιζόμουν ότι θα σε γλίτωνα – και τώρα κλαίγεσαι
κι όμως λυγίσαμε, κοιτά πως γείραμε – όσο κι αν σε στρίμωχνα
Αντί δυο ζωές, δυο φάσκελα πήραμε – άμοιρε γείτονα
Όταν φοβάσαι το αφεντικό σου,
ξέρεις ποιο είναι το μερτικό σου,
γι' αυτό μη βιάζεσαι
Είσαι σαν όλα τ' άβουλα σώματα
Όταν αγγίζεις τον ουρανό σου,
γίνεσαι ένα με το θεό σου
κι εξουσιάζεσαι.
και πέφτεις – πέφτεις στα γόνατα.
Όταν του διάολου δεις το χέρι,
κάπου προσεύχονται καλογέροι
μόνο για πάρτη τους.
Με δανεικές προσευχές
Κι όταν μιλάνε οι δεσποτάδες,
σκάβουν στη κόλαση χαραμάδες,
βγάζουν το άχτι τους.
γεννιούνται μόνο ένοχες.
Όταν μιλάς για λευτεριά,
κοίτα και λίγο απ' τη μεριά
εδώ που βρίσκεσαι.
Η σκέψη για ελευθερία είναι ανθός,
Μπορεί να σου ‘βγαλαν τις χειροπέδες,
όμως σου κρέμασαν τρεις τενεκέδες
κι ούτε που θίγεσαι.
η ελευθερία όμως, είναι καρπός.
Όταν στη γη σκάβονται αυλάκια,
κάποιοι θάβουν μέσα φαρμάκια
κι εσύ τα ρεύεσαι.
Τις ρίζες φαρμακώνουνε,
Κι όσο μολύνουνε το νερό σου,
διασκεδάζεις με τον καιρό σου
κι ονειρεύεσαι.
οι ίδιοι παντού σε στριμώχνουνε
Κι όταν θα μοιάζεις με τάφου πλάκα
να μη σ' ακούσω ποτέ μαλάκα
να μου κλαίγεσαι.
κι αναρωτιέμαι πως θα σε γλίτωνα,
Γιατί καυχιέσαι ότι έχεις τρόπο
να επιβιώνεις σ' αυτόν τον τόπο
τα πάντα ανέχεσαι…
άμοιρε γείτονa