Κοιμήσου, γέρνω μαζί σου φύλακάς σου θα ‘μαι και μαξιλάρι· μη ξεχάσεις μόνο να πεις ντιριγκόου ντιριμπάι. Κι άσε τ' όνειρο να σε βάλει μέσα απ' την άκρη του στα κρυμμένα και τα φιλιωμένα που έταξε σε μένα να μην παν χαμένα να στα δώσει εσένα. Φωτισμένα τοπία αλέκιαστα της μνήμης στέκουν εκεί αξεπέραστα και τους ανθρώπους με σκούρα χρώματα πάνω στα χώματα βάζει αταίριαστα. Αγέραστα κοίτα και θαύμασ' τα κι από τον ήλιο μένουν αδάμαστα νερά τρεχούμενα σαν τα μελλούμενα που ζωγραφίζουνε μεγάλα θάματα. Πλάσματα λένε άσματα για ξωτικά, μάγισσες και θρύλους για μαύρους ήλιους, κόκκινα αστέρια, τρανούς ιππότες που φοβούνται μύλους, γάτους και σκύλους παπουτσωμένους, αιώνιους φίλους προδομένους, για πειρατές θαλασσοδαρμένους, βασιλιάδες ψεύτες και ξοφλημένους. Κοιμήσου όλα είναι ωραία· κοίτα στη γυάλινη σφαίρα, η νύχτα έγειρε να κοιμηθεί να στρώσει πάλι δρόμο στη μέρα. Γι' αυτό να κοιμηθείς βιάσου, θέλει τ' όνειρο να σε πάει – μα όπως σου ‘πα να πεις πριν ντιριγκόυ ντιριμπάι. Ήρθες σ' ένα κόσμο που ακόμα υποφέρει με το χαμόγελό σου στο στόμα. Μια καινούρια μόνο γραμμή στο τεφτέρι κι έγινες της ζωής μου η γόμα. Ήρθες σ' ένα κόσμο που ακόμα φοβάται κάποιο αστέρι μικρό και θλιμμένο. Μα κάθε παιδί που μπορεί και κοιμάται, νικάει για πάντα το πεπρωμένο. Κοιμήσου, κι εγώ μαζί σου γαληνεύω τόσο, που να με πάρει· γίνομαι παιδί που θυμάται τόσα όσα το φεγγάρι. Γλώσσα σκληρή κι αντρίκεια σέρνει χίλια δίκια, μα με γερνάει. Μέρα τη μέρα μοιάζω με σφαίρα που ταξιδεύει για να σφυράει. Μα τι σου λέω, πάνω απ' το λίκνο και πριν τον ύπνο άτυχα λόγια – απλά παλεύω ολημερίς στόματα, αράχνες, μάτια ρολόγια. Γείρε και άσε με να μουρμουράω, οργή φοράω – μη με κοιτάζεις. Κλείσε τα μάτια και γύρνα κόσμους με τέτοιους ώμους μη χαμπαριάζεις. Γύρω μας στέκουνε αρσενικά κυρτωμένα και φοβισμένα και κάποια ανήμπορα θηλυκά παραδομένα, φυλακισμένα. Της ντροπής το καραβάνι αφετηρία έχει λιμάνι πυρπολημένο, φωτιά σπαρμένο, γι' αυτό και μένω μήπως νικήσει το πεπρωμένο. Μα θα ‘βρει τέρμα ουλή στο δέρμα και από πάνω χοντρό αλάτι. Γι' αυτό κοιμήσου, μήπως κρατήσεις εσύ αυτό το κάτι. Κι αν θέλει τ' όνειρο σαν χέρι ριγιασμένο στα ωραία θα σε πάει, μα για καλό και για κακό, πες ντιριγκόου ντιριμπάι.