Άκου πως βγήκαμε στο σήμερα πόδια φτιαγμένα από σίδερα, απο κάτω αποτσίγαρα είδαμε ήλιο μα λατρέψαμε τα σύννεφα είδαμε θάλασσα, μα τρέξαμε στα κύμματα Ανάμεσα άνθρωποι, ανάμεσα κι εμείς να νιώθουμε άτρωτοι Οπότε βλέπαμε την άμπωτη, πάντοτε νιώθαμε οργή κι αυτοί νιώθαν ευάλωτοι που ελπίζανε στο άλλοθι- ποτέ δεν νιώσαν άσχημα και τους σιχαθηκα ανθρωπακια γεματα ανασφάλεια γεμιζουν χώρους παράλληλα κοίτα, κάνω ό,τι γουστάρω, και έχει τόσο νόημα τόσο εύκολο να πεις, μα χάνεσαι στο εύρος πρώιμα Είναι τα πρώινα μου άδεια. γεμάτα βράδια - δεν ξέρω άμα θα το λεγα πατώ στα πόδια μου, κι αυτά πάνω στη γη, η βάση μας νερό και χώμα σκόνη απτα άδειο σώμα γεμάτο στόμα, άδειο το στρώμα Φωνές και γέλια στο υπόστεγο Άλλο εσύ και άλλο εγώ. Μάζεψα το άλογο εγώ μου για να μην υπάρξει μπλέξιμο
Απ'τον κομπλεξισμό γεννήθηκε η νόρμα παύσεις πριν το κόμμα ακόμα βλέπω τα παιδιά να παίζουν μ' όπλα άλλα κόλπα στις πλατείες μαθαίνουν να πεθαίνουν να ανασαίνουν να φοβούνται να πηγαίνουν παραπέρα δύο βήματα να δούν πως είναι το να τρέμουν μαλακίες. πάντα έγραφαν και γράφω μαλακίες πάντα έγραφα και γράφουν - πάντα έγραφα και γράφω - μ'αντέγραφα και γράφω μαλακίες Κοιτα πως φτασαμε στο σημερα! Στα χερια σκονη απο τα συννεφα κ απο τη γη που ζηλεψα τιποτα στα κειμενα Ασπρες σελιδες, με γραμμες πανω απο διλληματα βηματα γρηγορα κ επιφοβα, τιποτα δεν εκανα ουτε ειπα Με διελυσα μια νυχτα του σεπτεμβρη, και μ ανελυσα και ειδα τι συνεβη ο χρόνος μας διεπει, ο τοιχος τρέχει κ παίρνει μαζι του δευτερόλεπτα αντεχεις;