[Verse 1: Lexx Project]
Όταν τελειώνει κάθε σκέψη, όταν στερεύει το κρασί
Όταν πεθαίνει καθετί που σε κρατάει ως την αυγή
Τι μένει πια στην ερημιά, τι μένει πια
Ο χρόνος έδειξε δειλά
Και όλα ξαφνικά γίνανε ανάμνηση γλυκιά
Αυτά που πίστευα πως πάντα θα μέναν ανεξίτηλα
Ο σεβασμός κι η ζεστασιά αποτελούν το αποκορύφωμα
Φωνάζοντας στους φίλους που φεύγαν σιωπηλά
Αρπάζοντας τα πόδια ψηλόλιγνων σκιών στα σκοτεινά
Ειλικρινά η μοναξιά είναι ποίημα βουβό
Όταν δακρύζεις και μπουχτίζεις (απ της ζωής το υλικό)
Αλήθεια πόσα παραμύθια χρειάζονται για να στηρίξω
Τον πύργο της λήθης πως να ενισχύσω
Να βαδίσω, ανάμεσα σε χόρτα και ουρανό
Τη γη, το χώμα, το κενό
Να αφεθώ, στη ζεστασιά των στιγμών
Και μια φορά όταν ξυπνήσω να μαι ακόμα παρόν
[Hook: Lexx Project]
Ο χρόνος έδειξε δειλά
Γίναμε όλοι μια μεγάλη ζωγραφιά
Που πήγε η ζεστασιά
Στο τοίχο ξεθωριάζει και η κλεψύδρα σταματά
Αναρωτιέμαι συχνά
Αν έχει νόημα αυτή η προσπάθεια τελικά
Να διασώσω όλα αυτά
Που στο σύμπαν καθορίζουν τη δική μου πινελιά
[Verse 2: Lexx Project]
Μ' αρέσει όταν κλαις εκεί στο δώμα των στιγμών
Είναι σημάδι υπεροχής κι είναι σημάδι ενόχων
Είναι ο δρόμος των ευαίσθητων, συνάμα δυνατών
Είναι ο δρόμος για τη λύτρωση και καμικάζι ο θεός
Βουτάει στις αμαρτίες μας, ξεπλένεται στα πάθη μας
Γελάει στις κακίες μας, πονάει στην αγάπη μας
Που πάει το καράβι μας;
Χωρίς πανιά στο πουθενά
Οι ναύτες σκελετοί, με το σπαθί κόβουν τη θάλασσα
Αγγίζω τα τρεμάμενα χείλη σου μες τη θλίψη σου
Υγρά και απαλά, κατανοώντας τη φύση σου
Τα λόγια δεν φτάνουν, οι πράξεις βούτηξαν στο χάος
Τα ξόρκια λύθηκαν, που πάμε τώρα ρωτάω
Δεν περιμένω απάντηση, γίναμε πίνακας του Φραγκονάρ
Το κάθε δάκρυ σου σαν φρέσκια μπογιά θα τρέχει πάντα στον καμβά
Και τελικά ποιος θα θυμάται όλα αυτά που γίνανε σε μια θλιμμένη ζωγραφιά