[κουπλέ 1]
Βαρέθηκα να ‘μαι άρρωστος, κι έτσι κάνω ό,τι να ναι
απολαμβάνοντας τη σπάταλη του χρόνου μου
ώσπου να οδηγήσει σε τύψη καταποντισμού
Πάντα ο χρόνος μου τελείωνε. Φτιάχνω παραγωγη στην τύχη
χωρίς φόρμα, προσιτή αισθητική, βήχω στην οθόνη ή το χαρτί
μολύνω τα πιάτα, βλέπω σειρές και μεγαλώνω τον εαυτό μου
κουράζω τον εαυτό μου. Σκέφτομαι μόνο για τη συντήρηση
του σε υποφερτά επίπεδα. Πέφτω στο λάκκο με τους συλλογισμούς
Νιώθω κοινωνικό ον όταν βρίσκομαι μόνος στο σπίτι
ειδάλλως είμαι. Ψάχνω να καλύψω τα κενά
για ν' ανακαλύψω τελικά πως τρέφονται από την αφέλεια
κι έτσι αποτυγχάνω παταγωδώς. Δε κάνω μπάνιο γιατί κρυώνω
ξύνω το κεφάλι μου για αποσυμπίεση. Φωνάζω σε όξινες
περιστασιακά εμφανιζόμενες, αθυρόστομες αναμνήσεις
να βγάλουν το γαμημένο σκασμό, αφήνοντας με στο παρόν
παρότι δεν πιστεύω πως θα διατηρούσε την υπόσταση του
αν αυτές εξαλείφονταν. Περιμένουν έμενα μάλλον
Αλλά δεν έχω όρεξη. Σιχάθηκα να μαι άρρωστος
και αναμένω την ανάρρωση. Ξεπλένω τη θλίψη μου με ύπνο
θα 'γραφα ένα τραγούδι αλλά ποιο είναι το νόημα