Έξω δε βλέπω, πατέρα,
και δε μαθαίνω νέα.
Μου ‘χουν κομμένη την ορμιά,
παράκληση δεν έμεινε καμιά.
Το ουρανοθέμελο μου λείπει πολύ,
παλιά εικόνα μου θολή.
Είναι ο χειμώνας παγερός
σ' αναμονή ο πεθαμός.
Ολοχρονίς πώς να μπορείς
απ' το κελί σου να θωρείς;
Από φωτιά και γελαστός
κατάντησα οπλοβαστός,
αγωνιστής ονομαστός,
μα νιώθω απλά ένας οιωνός.
Γερνάω σ' αυτή τη φυλακή
για να υπάρχουν κάποιοι έξω εκεί...