Όταν χάνεται κάποιος απ' αυτούς που αγαπάμε,
πάνω στον πόνο μας για λίγο όλα αλλιώς τα μετράμε.
Μετά κοιτάμε ξανά ο καθένας το δρόμο του
στη μαγκουφιά, στο μούχρωμα, στο φόβο του.
Το πιστέψαμε όλοι πως στην ανθρώπινη φύση
είναι ότι η μνήμη μπορεί και να σβήσει.
Ο πιο κακός και βαρύς για μένα αλαργεμός
είναι να σε καλεί να πέσεις ο γκρεμός.
Αν έχεις κότσια, αρνήσου τη μοίρα, τον κύρη σου,
και μην αποδεχτείς το αδερφομοίρι σου.
Μίλα γι' αυτούς που χαθήκανε σαν να ‘ναι πλάι μας
σα να χαϊδεύουνε τη νύχτα το κεφάλι μας.
Μοιράσου μ' όλους ιστορίες παλιές τους και γέλα,
κάνε τα λάθη τους να μοιάζουν μ' όμορφη τρέλα.
Άγερτος μείνε και μάθε από τη ζήση τους
από το ζέψιμο στο χρόνο και την κρίση τους,
από τα λόγια τους και το μετά απ' τα σκαρώματα,
γιατί οι θύμισες δε σβήνουν στα χώματα.
Κάπου εκεί απ' το θεωρείο μας κοιτάνε,
αν γελάμε τη ζωή κι αυτοί γελάνε.
Μα αν σ' ό,τι χάνεται, τραβάς τη μολυβιά σου,
ίσως μαγκιά σου αν βγαίνει απ' την καρδιά σου.
Όμως, για εμένα καλή παρέα είναι όσοι φύγανε,
όσα δεν πρόλαβαν σε μια ματιά τα είπανε.
Αλίμονο, λοιπόν, σε όσους μένουνε
και ξεχνάνε για να τα βγάλουν πέρα.
Αλίμονο, λοιπόν, και σ' όσους γέρνουνε,
είναι νίκη η κάθε μας μέρα.
Αλίμονο σ' όσους γιορτάζουνε
τον χαμό έστω του εχθρού τους.
Αλίμονο κι όσους δοξάζουνε
όχι τη μνήμη, μα τον κύρη τ' ουρανού τους.
Όταν κάποιος πεθαίνει απ' αυτούς που αγαπάς,
ψάχνεις στη μνήμη σου να βρεις κάποιο σημάδι
να δώσει εξήγηση το απίστευτο στο νου πώς να χωράς;
Μοιάζει λουλούδι γερμένο κάποιο μαγιάτικο βράδυ.
Μοιάζει με ψέμα ζωντανό κι αμίλητο
που περπατάει αργά προς τη μεριά σου,
στάζει στον ύπνο σου βαρύ κι ακοίμητο,
στάζει τη μέρα μπροστά απ' τα βήματά σου.
Μοιάζει με χιόνι που πέφτει κατακαλόκαιρο,
δεν αλαφρώνει με γέλιο, με κλάμα και με μεθύσια
κι άμα ζητάς απ' το χρόνο γιατρειά είν' το χειρότερο
δέσε τις μνήμες με σκοινιά καραβίσια.
Κάν' τες κομμάτι σου και πέρνα ‘τες στεφάνι στον ήλιο
να φωτίζουν το κενό που άφησαν πίσω.
Αλίμονό σου αν το χαμό δεν κάνεις φίλο
και μου ζητάς μονάχα να στον τραγουδήσω