Παλιά σε μια μικρή αγκαλιά
την έβγαζες χωρίς να πεις μιλιά.
Κι απλά, περνάγατε καλά
με μάτια μαγεμένα και θολά.
Περάσανε χρόνια και χρόνια
Κι όλα τα λάθη μπήκαν στην σειρά τους.
Σα μεθυσμένα γυρνάν χελιδόνια
να ξαναβρούνε τη λασποφωλιά τους.
Περάσανε μάτια και μάτια και με τον ήχο της πόρτας χαθήκαν
Όσα μας μάθαν απ' έξω κρεβάτια
ό,τι μισήσαμε μετά μοιραστήκαν.
Περάσανε ευχές και κατάρες
και κλειδώσανε καρδιές μαγκιώρες
κι όσες γρατζουνούσα κιθάρες,
πονούσανε μαζί μου ώρες ώρες.
Περάσανε πολλά και λίγα
και μ' ό,τι είχα την έβγαζα καλά· μέχρι ένα βράδυ που μου ‘ρθε και πήγα
– πήγα να πετάξω ψηλά.
Γεννήθηκα στην άκρη του κόσμου,
πιο κάτω μου ‘λέγαν ζούσε κάτι σκοτεινό.
Μια νύχτα του φώναξα δόσ' μου, δόσ' μου
έναν ήλιο μικρό, φωτεινό
να τον φυλάξω στη μικρή μου παράγκα
για να ‘χω κάτι που ελπίζει μαζί μου,
μήπως και γουστάρει να με κάνει μάγκα
τα σηκώνει, ρε, όλα αυτά το πετσί μου.
Κάποια απ' το μυαλό μου δε χωνεύει
κι άντε να βρω δρόμο να το αποφύγω.
Έχασα τόσα και κάθε τόσο ο νους σαλεύει,
δυο γκριζογάλανα μάτια τον καημό μου είχα να πνίγω.
Έχω, είχα και θα ‘χω να θυμάμαι
τόσα καλά όσες κι οι ανάσες που ‘χω πάρει.
Κι όπου κοιμάμαι κι όπου και να ‘μαι,
έχω τ' απλά και τα ωραία μαξιλάρι.
Κι όμορφα χρόνια περάσαν·
τ' άλλα γάμησέ τα έχουν πεθάνει πιο πέρα.
Όσοι μας θέλαν ευτυχισμένους μάς γεράσαν.
Μ' άντε να πούμε στη ζωή το πολύ μια «καλησπέρα»
Έχει δρόμο πολύ μέχρι να δύσει μη σε πείσει
να μαζευτείς, γιατί η νύχτα πέφτει.
Η κλεψύδρα μέχρι τη μέση έχει γεμίσει
τούμπαρέ τη κι ας σε πούνε κλέφτη.
Έχω πολλά να πω· από πού ν' αρχίσω
Βοήθα κάτι θα θυμάσαι από τον ταραγμένο διάβα μου.
Εσύ μάλλον θα τους πεις την αλήθεια·
εγώ ακόμα γλεντάω με τη λάβα μου.
Όμως, στα υπόγεια γουστάρω κι έχω γειώσει,
τα παράξενα με τα ωραία παντρεύω
κι όποια κουφάλα βαλθεί να με τελειώσει
να φοβάται όταν γελάω και δε σαλεύω.
Τι άλλο να σου πω Θα τα πάρω μαζί μου.
Κι όταν λίπασμα για ένα δέντρο θα γίνω,
έλα να τ' αγγίξεις να βρεις την αρχή μου
– εγώ δεν πάω ψηλά, εδώ θα μείνω.